- καλλιεργία
- καλλιεργία, ἡ (AM) [καλλιεργώ]η καλή, η προσεγμένη εργασίαμσν.ωφέλιμο έργοαρχ.η καλλιέργεια τής γης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλλιεργία — καλλιεργίᾱ , καλλιεργία good work fem nom/voc/acc dual καλλιεργίᾱ , καλλιεργία good work fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιεργίᾳ — καλλιεργίᾱͅ , καλλιεργία good work fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιεργίας — καλλιεργίᾱς , καλλιεργία good work fem acc pl καλλιεργίᾱς , καλλιεργία good work fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιεργίαν — καλλιεργίᾱν , καλλιεργία good work fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)